- κιθαρῳδοί
- κιθαρῳδόςone who plays and sings to the citharamasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гоудьць — ГОУДЬЦ|Ь (13), А с. Тот, кто играет на струнном инструменте; музыкант: іли игрищемъ старѣишина. или борець. ілі свирець. или гудець. или смычекъ. іли плѩсець. КР 1284, 51а; Скомрахъ или гѹдець или свирѣлникъ. или инъ нѣкии. таковыи… глумець. Там… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμήτωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κιθαρωδός από την Κρήτη, o πρώτος συνθέτης ερωτικών ωδών. Από αυτόν οι κιθαρωδοί ονομάστηκαν Αμητορίδες. * * * ἀμήτωρ ( ορος), ο, η (Α) 1. αυτός που δεν έχει μητέρα ή τού οποίου η μητέρα είναι άγνωστη 2. φρ. «μήτηρ ἀμήτωρ»,… … Dictionary of Greek
χοραύλης — ὁ, Α μουσικός που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, αυλητής («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῡθοι χοραῡλαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] … Dictionary of Greek